Η εξωσωματική γονιμοποίηση εφαρμόζεται όταν άλλες μέθοδοι αντιμετώπισης της υπογονιμότητας ενός ζευγαριού αποτυγχάνουν, ή εάν εξ’ αρχής θεωρηθεί απαραίτητο από το θεράποντα ιατρό. Πριν ένα ζευγάρι ξεκινήσει τη διαδικασία αυτή, υποβάλλεται σε ορισμένους απαραίτητους (και από τη νομοθεσία) ορμονολογικούς και αιματολογικούς ελέγχους.

Η διαδικασία αυτή αποτελείται από τα εξής στάδια:

  • Ωοθηκική διέγερση
  • Ωοληψία
  • in vitro Γονιμοποίηση
  • Εμβρυομεταφορά

Ωοθηκική διέγερση

Το πρώτο στάδιο στην εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η ελεγχόμενη διέγερση των οωθηκών της γυναίκας με φαρμακευτική αγωγή, με στόχο την λήψη περισσοτέρων του ενός ωαρίων. Συγκεκριμένα, τα φάρμακα που χορηγούνται προκαλούν πολλαπλή ανάπτυξη ωοθυλακίων στις ωοθήκες. Τα ωοθυλάκια είναι κυστίδια μέσα στα οποία ωριμάζουν τα ωάρια και κάθε ωοθυλάκιο περιέχει ένα ωάριο.

Η παραγωγή πολλαπλών ωαρίων αυξάνει την πιθανότητα επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης και δίνει τη δυνατότητα κατάψυξης εμβρύων για μελλοντική χρήση. Ο συνδυασμός των φαρμάκων και η δοσολογία αυτών προσαρμόζονται στις ανάγκες του κάθε ζευγαριού ή της γυναίκας.

Αν μία γυναίκα δεν επιθυμεί να λάβει φαρμακευτική αγωγή ή επιθυμεί τη χρήση ήπιας φαρμακευτικής διέγερσης, τότε η εξωσωματική γονιμοποίηση γίνεται στο μοναδικό ωάριο που παράγεται με φυσικό τρόπο στον κύκλο της γυναίκας (πρωτόκολλο φυσικού κύκλου) ή σε μικρό αριθμό ωαρίων που θα προκύψουν μετά από ήπια διέγερση (πρωτόκολλο τροποποιημένου φυσικού κύκλου) αντίστοιχα.

Η παρακολούθηση του αριθμού και της ανάπτυξης των ωοθυλακίων γίνεται μέσω διακολπικού υπερήχου των ωοθηκών και με αιματολογικές ορμονικές εξετάσεις. Βάσει αυτών προσδιορίζεται ο κατάλληλος χρόνος της ωοληψίας.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η έναρξη ενός θεραπευτικού κύκλου με φαρμακευτική αγωγή δεν εξασφαλίζει απαραίτητα την ολοκλήρωσή του και μπορεί να ακυρωθεί για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα, λόγω αποτυχημένης ανάπτυξης των ωοθυλακίων ή μη ανταπόκρισης της γυναίκας στα φάρμακα.

Ωοληψία

Το επόμενο βήμα προς την εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η αναρρόφηση του ωοθυλακικού υγρού και των ωαρίων από τα ωοθυλάκια της γυναίκας, δηλαδή η ωοληψία.  Η διαδικασία αυτή γίνεται με διακολπική παρακέντηση με τη βοήθεια υπερήχου, είναι σύντομη και σχετικά ανώδυνη. Χορηγείται ελαφριά μέθη από αναισθησιολόγο. Στην περίπτωση αναρρόφησης ενός ή λίγων ωαρίων (2-3) η γυναίκα μπορεί να αποφύγει τη μέθη αν το επιθυμεί. Το ωοθυλακικό υγρό εξετάζεται από τους εμβρυολόγους για την ανεύρεση των ωαρίων, τα οποία συλλέγονται και φυλάσσονται μέσα σε καλλιεργητικό υγρό σε επωαστικούς κλιβάνους μέχρι το επόμενο βήμα, δηλαδή αυτό της γονιμοποίησης.

Λίγο μετά την ολοκλήρωση της ωοληψίας ο σύζυγος δίνει σπέρμα για να πραγματοποιηθεί η γονιμοποίηση. Εναλλακτικά, κατόπιν συννενόησης με τον ιατρό και τον εμβρυολόγο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί καταψυγμένο σπέρμα όταν αυτό υπάρχει.Σημαντικό είναι η κατάψυξη του σπέρματος να έχει πραγματοποιηθεί πριν την ημέρα της ωοληψίας. Το δείγμα, είτε φρέσκο είτε καταψυγμένο, υπόκειται ειδική επεξεργασία, καθαρίζεται και εμπλουτίζονται τα καλώς κινούμενα σπερματοζωάρια.     

Σε περίπτωση ανυπαρξίας σπερματοζωαρίων στο σπέρμα, εξωσωματική γονιμοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί με σπερματοζωάρια που λαμβάνονται από βιοψία όρχεων ή από την επιδιδυμίδα (μέρος του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος) μέσω μικροχειρουργίου στον άνδρα.

Τέλος, γυναίκες των οποίων ο σύζυγος πάσχει από ολική αζωοσπερμία (ανυπαρξία σπερματοζωαρίων) ή γυναίκες δίχως σύντροφο, μπορούν να προχωρήσουν σε εξωσωματική γονιμοποίηση και να γονιμοποιήσουν τα ωάρια τους με σπέρμα τρίτου ανώνυμου δότη, από τράπεζα σπέρματος.

in vitro Γονιμοποίηση

Λίγες ώρες μετά την οωληψία ακολουθεί η γονιμοποίηση των ωαρίων με τα σπερματοζωάρια.
Η γονιμοποίηση στο εργαστήριο μπορεί να πραγματοποιηθεί με δύο τεχνικές:

με κλασική εξωσωματική γονιμοποίηση

με μικρογονιμοποίηση

  • Κλασική εξωσωματική γονιμοποίηση

Το επεξεργασμένο σπέρμα τοποθετείται μαζί με τα ωάρια που συνελέχθησαν από την ωοληψία σε θρεπτικό καλλιεργητικό υγρό μέσα σε τρυβλίο και δεν πραγματοποιείται καμία άλλη παρέμβαση. Τα σπερματοζωάρια έρχονται σε επαφή με τα ωάρια μόνα τους και υπό φυσιολογικές συνθήκες ένα σπερματοζωάριο θα διεισδύσει σε ένα ωάριο για να το γονιμοποιήσει, όπως γίνεται στη φυσική σύλληψη.

  • Μικρογονιμοποίηση

Αυτή η τεχνική συστήνεται όταν υπάρχει έντονο πρόβλημα με τον αριθμό και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων. Στην τεχνική αυτή οι εμβρυολόγοι απομονώνουν ένα σπερματοζωάριο και το τοποθετούν με μικροπιπέττα (μικροβελόνα) μέσα στο ωάριο. Μικρογονιμοποίηση επίσης πραγματοποιείται και στην περίπτωση που τα σπερματοζωαρία ανακτώνται από βιοψία όρχεων ή από την επιδιδυμίδα όταν ο άνδρας πάσχει από αζωοσπερμία. Τέλος, η μικρογονιμοποίηση εφαρμόζεται και σε ζευγάρια στα οποία η κλασική εξωσωματική αποτυγχάνει.

Την επόμενη ημέρα (τόσο στην κλασική εξωσωματική γονιμοποίηση όσο και στη μικρογονιμοποίηση) οι εμβρυολόγοι ελέγχουν την επίτευξη της ομαλής γονιμοποίησης. Αντιπροσωπευτική εικόνα φυσιολογικής γονιμοποίησης αποτελεί ο σχηματισμός δύο χαρακτηριστικών στρογγυλών δομών (προπυρήνες) εντός των ωαρίων. Σε αυτή την περίπτωση τα έμβρυα τοποθετούνται για καλλιέργεια σε επωαστικούς κλιβάνους σε καλλιεργητικό μέσο για την περαιτέρω ανάπτυξή τους.

Τα ζευγάρια ή η γυναίκα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η μικρογονιμοποίηση και η κλασική εξωσωματική γονιμοποίηση δεν οδηγούν πάντα σε επιτυχή ή ομαλή γονιμοποίηση των ωαρίων.

Εμβρυομεταφορά

Εφόσον η ανάπτυξη των εμβρύων προχωρήσει ομαλά στην καλλιέργεια η γυναίκα μπορεί πλέον να υποβληθεί σε εμβρυομεταφορά, μια διαδικασία απλή, ανώδυνη και ολιγόλεπτη. Κατά τη διαδικασία αυτή μπορούν να μεταφερθούν έμβρυα 2ης έως 6ης ημέρας, με το πιο σύνηθες να είναι η εμβρυομεταφορά εμβρύων 3ης, 5ης και 6ης ημέρας. Η διαδικασία της εμβρυομεταφοράς είναι η ίδια ανεξάρτητα από το ποια μέρα θα πραγματοποιηθεί.

Ο αριθμός των εμβρύων που τοποθετούνται στη μήτρα εξαρτάται από τον αριθμό των ωαρίων που γονιμοποιήθηκαν, από τον αριθμό των εμβρύων που αναπτύχθηκαν και την ποιότητα αυτών καθώς και από την αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας. Στη χώρα μας η νομοθεσία έχει καθορίσει τον αριθμό των εμβρύων που μπορούν να μεταφερθούν ανά ηλικιακή ομάδα και το ιστορικό της κάθε γυναίκας ούτως ώστε να μη μειώνεται η πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης ενώ ταυτόχρονα να αποφεύγεται, όσο είναι αυτό δυνατό,  η πολύδημη κύηση με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που τη συνοδεύουν. Αν μετά την πραγματοποίηση της εμβρυομεταφοράς υπάρχουν πλεονάζοντα έμβρυα στην καλλιέργεια, τότε αυτά μπορούν να καταψυχθούν από τους εμβρυολόγους για μελλοντική χρήση από το ζευγάρι ή τη γυναίκα. Μετά την εμβρυομεταφορά η γυναίκα παραμένει κλινήρης για λίγη ώρα και περίπου δύο εβδομάδες αργότερα γίνεται εξέταση αίματος για β-χοριακή γοναδοτροπίνη. Σε περίπτωση επιτυχίας η εξέλιξη δε διαφέρει σε τίποτα από μία συνηθισμένη εγκυμοσύνη.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η μη επίτευξη εγκυμοσύνης εξακολουθεί να αποτελεί ένα συνηθισμένο αποτέλεσμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης και αντικείμενο συνεχούς έρευνας σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτήν την περίπτωση είναι πιθανόν να μην μπορεί να εξηγηθεί η αποτυχία και το μόνο που απομένει είναι η επανάληψη της μεθόδου.